- πανεράκι
- τομικρό πανέρι (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πανεράκι — το πανέρι μικρών διαστάσεων, καλαθάκι … Dictionary of Greek
καλάθιον — καλάθιον, τὸ (AM) (υποκορ. τού κάλαθος) μικρό καλάθι, μικρό κοφίνι, πανεράκι αρχ. τμήμα χειρουργικού οργάνου το οποίο είχε σχήμα καλαθιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + υποκορ. κατάλ. ιον*] … Dictionary of Greek
κανίσκι — το (AM κανίσκιον, Μ και κανίσκιν και κανίσχιν και κανίσχιον) μικρό, αβαθές καλάθι πλεγμένο με καλάμια ή λυγαριά, πανεράκι, κάνιστρο νεοελλ. μσν. 1. κάνιστρο γεμάτο με δώρα, συνήθως φαγώσιμα 2. πανέρι με διάφορα δώρα που στέλνεται σε επίσημες… … Dictionary of Greek
κανίσκι — το κάνιστρο, πανεράκι, καλάθι γεμάτο από δώρα, πεσκέσι: Πήγε κανίσκι στον καθηγητή να της δώσει το πτυχίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)